- δίκαρπος
- δί-καρπος, zweimal Frucht tragend
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
δίκαρπος — η, ο (AM δίκαρπος, ον) αυτός που παράγει καρπούς δύο φορές τον χρόνο νεοελλ. βοτ. (για βολβούς) αυτός που παράγει δύο βλαστούς τον ένα μετά τον άλλο … Dictionary of Greek
δίκαρπον — δίκαρπος bearing two crops masc/fem acc sg δίκαρπος bearing two crops neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίκαρπα — δίκαρπος bearing two crops neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίφορος — η, ο (AM δίφορος, ον) 1. (για φυτά) αυτός που καρποφορεί δύο φορές τον χρόνο, δίκαρπος νεοελλ. 1. (για καρπούς) αυτός που προέρχεται από τη δεύτερη καρποφορία τού δέντρου 2. (για τους μεταξοσκώληκες) εκείνος που αναπαράγεται δύο φορές τον χρόνο… … Dictionary of Greek
καρπός — I (Βοτ.). Το προϊόν στο οποίο μεταμορφώνεται, μετά τη γονιμοποίηση, η ωοθήκη του άνθους. Το γονιμοποιημένο ωοκύτταρο εξελίσσεται σε έμβρυο, οι σπερματικοί χιτώνες που το περιβάλλουν σχηματίζουν το σπερματικό περίβλημα και ολόκληρη η σπερματική… … Dictionary of Greek